-
1 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
2 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
3 ἐντείνω
A stretch or strain tight, esp. of any operation performed with straps or cords,1 ἐνέτεινε τὸν θρόνον [ἱμᾶσι] Hdt.5.25 (cf. ἐντανύω):—more freq. (as always in Hom.) [voice] Pass., δίφρος.. ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps. Il.5.728; [κυνέη] ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς was strongly lined inside with tight-stretched straps, 10.263; so [τὰς γεφύρας] ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν] expected to find the bridge with the mooring-cables taut, Hdt.9.106;σχεδίαι ἐντετ. Id.8.117
;κλίνη ἐντετ. Polyaen.7.14.1
;εἰ ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30
;τράχηλος ἐντετ.
with sinews taut,Phld.
Ir.p.5 W.: metaph., being toned, tempered,Pl.
Phd. 86b, cf. 92a.2 stretch a bow tight, bend it for shooting, A.Fr.83, cf. E.Supp. 886: metaph., καιροῦ πέρα τὸ τόξον ἐ. ib. 745:—[voice] Med., bend one's bow, Id.IA 549 (lyr.), X.Cyr.4.1.3:—[voice] Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.2.173, Luc.Scyth.2: hence, com., is ready for action,Ar.
V. 407.b of the strings of the lyre,τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr. 921b27
.4 ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ hold a horse with tight rein, X. Eq.8.3.II metaph., strain, exert,τὰς ἀκοάς Polyaen.1.21.2
;ἑαυτόν Plu.2.795f
:—[voice] Med.,φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.2.157
; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.Nu. 968:—[voice] Pass., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον braced up for action, X.Oec.21.9;τῇ διανοία περί τι Plb.10.3.1
;ἐνταθῆναι περί τινος PSI4.340
(iii B.C.); ἐντεινόμενος on the stretch, eager, opp. ἀνιέμενος, X.Mem.3.10.7, cf. Cyn.7.8; ; πρόσωπον ἐντεταμένον a serious face, Luc.Vit. Auct.10.2 intensify, carry on vigorously,τὴν πολιορκίαν Plu. Luc.14
; excite,θυμὸν ἀνόητον Plu.2.61e
, cf. 464b.2 intr. in [voice] Act., penem erigere, Arist.Pr. 879a11:—[voice] Pass.,εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88
.IV stretch out at or against, πληγὴν ἐ. τινί lay a blow on him, X.An.2.4.11, cf. Lys.Fr.75.4; without πληγήν, attack, Pl.Min. 321a;πύξ τινι D.C.57.22
.V place exactly in, ἐς κύκλον χωρίον τρίγωνον inscribe an area as a triangle in a circle, Pl.Men. 87a ([voice] Pass.).2 esp. put into verse,ἐ. τοὺς Αἰσώπου λόγους Id.Phd. 60d
;ἐ. εἰς ἐλεγεῖον Id.Hipparch. 228d
;τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol. 3
;ἔπεσιν ἐ. τὴν παραίνεσιν Jul.Or.6.188b
; set to music,ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Pl.Prt. 326b
:—[voice] Med.,Ἰθάκην ἐνετείνατο.. Ομηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντείνω
-
4 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek